συνοικοδεσπότης

συνοικοδεσπότης
συνοικο-δεσπότης, ου, ,
A joint lord of the house, of a planet, Ptol. Tetr.63, Vett.Val.77.20: hence[suff] συνοικο-δεσποτέω, Ptol.Tetr.61.66, Vett.Val. 71.10:

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • συνοικοδεσπότης — joint lord of the house masc nom sg συνοικοδεσποτέω joint lord of the house imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνοικοδεσπότης — ὁ, Α αστρολ. (για πλανήτη) αυτός που είναι κάτοχος τού οίκου, τής ίδιας θέσης τού ζωδιακού κύκλου μαζί με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + οἰκοδεσπότης «ο πλανήτης που επικρατεί κάθε φορά στον ζωδιακό κύκλο»] …   Dictionary of Greek

  • συνοικοδεσπότου — συνοικοδεσπότης joint lord of the house masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνοικοδεσπότας — συνοικοδεσπότᾱς , συνοικοδεσπότης joint lord of the house masc acc pl συνοικοδεσπότᾱς , συνοικοδεσπότης joint lord of the house masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεσπότης — Ο κύριος του οίκου, ο οικοδεσπότης, ο αφέντης, ο απόλυτος κύριος και συνεκδοχικά ο βασιλιάς, ο τύραννος· επίσης ο επίσκοπος: «τον δεσπότην και αρχιερέα ημών Κύριε φύλαττε εις πολλά έτη». Στην αρχαιότητα, ο όρος αναφερόταν στον κύριο του σπιτιού,… …   Dictionary of Greek

  • συνοικοδεσποτία — ἡ, Α [συνοικοδεσπότης] (αοτρολ.) (για πλανήτη) η μαζί με άλλον πλανήτη κατοχή τού ίδιου οίκου, τής ίδιας θέσης τού ζωδιακού κύκλου …   Dictionary of Greek

  • συνοικοδεσποτώ — έω, Α [συνοικοδεσπότης] (αοτρολ.) (για πλανήτη) είμαι κάτοχος οίκου, θέσης τού ζωδιακού κύκλου, μαζί με άλλον πλανήτη …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”